- αυτοδικώ
- (ε) αμετ. совершать самосуд; самоуправствовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοδικώ — (Α αὐτοδικῶ, έω) [αυτόδικος] διαπράττω αυτοδικία αρχ. ακολουθώ δικό μου δίκαιο ή νομοθεσία … Dictionary of Greek
Αὐτοδίκῳ — Αὐτόδικος with independent jurisdiction masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίκῳ — αὐτόδικος with independent jurisdiction masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραυθεντώ — έω, Α υπερασπίζω, προστατεύω με το κύρος τής εξουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αὐθεντῶ «αυτοδικώ, έχω εξουσία, έχω κύρος νόμου»] … Dictionary of Greek